Στρουθία — Στρουθίᾱ , Στρούθιος fem nom/voc/acc dual Στρουθίᾱ , Στρούθιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στρούθια — Στρούθιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στρουθίας — Στρουθίᾱς , Στρούθιος fem acc pl Στρουθίᾱς , Στρούθιος fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρουθίας — στρουθίᾱς , στρουθίας masc acc pl στρουθίᾱς , στρουθίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στρουθίαι — Στρουθίᾱͅ , Στρούθιος fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στρουθίαν — Στρουθίᾱν , Στρούθιος fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρουθίαν — στρουθίᾱν , στρουθίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) στρουθίας masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Uncial 0171 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 0171 Text … Wikipedia
καλλιστρούθια — καλλιστρούθια, τὰ (Α) είδος σύκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + στρούθια (< στρουθός «σπουργίτης»). Το σπουργίτι αναφέρεται στις ονομασίες και άλλων καρπών ή φυτών (πρβλ. στρούθεια μῆλα «κυδώνια», στρούθειον «σαπουνόρριζα»)] … Dictionary of Greek
σπιζίας — ὁ, Α ονομασία μικρού γερακιού που καταδιώκει τις σπίζες και τα στρουθιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπίζα + κατάλ. ίας (πρβλ. κορακ ίας)] … Dictionary of Greek